κολλητήρι — το 1. η ύλη που χρησιμοποιείται για τη συγκόλληση μεταλλικών τεμαχίων. 2. το σιδερένιο εργαλείο που χρησιμοποιείται για την εργασία αυτή. 3. ως κύριο όνομα, Κολλητήρι ο γιος του Καραγκιόζη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κολληταρτζής — και κολλητηρτζής, ο 1. ειδικός στη συγκόλληση υδραυλικών συσκευών ή την κάλυψη οπών σε μαγειρικά ή άλλα σκεύη 2. αυτός που «κάνει κολλητήρι», ο εφαψίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κολλητήρι + επίθημα τζής, με επίδραση παρ. όπως είναι το φαναρ τζής] … Dictionary of Greek
Karaghiosis — à Athènes Lieux d utilisation Grèce Manipulateurs célèbres Evgenios Spatharis … Wikipédia en Français
κολλητήρας — ο (Α κολλητήρ, ῆρος) [κολλώ] νεοελλ. τεχνολ. εργαλείο που χρησιμοποιείται για την τήξη τού συγκολλητικού υλικού στις ετερογενείς μαλακές συγκολλήσεις, το κολλητήρι αρχ. εργαλείο με το οποίο γίνονταν συγκολλήσεις μετάλλων … Dictionary of Greek
κολλητερό — το ειδικό δοχείο κατασκευασμένο από δύο αγγεία, εσωτερικό και εξωτερικό, τα οποία δεν εφάπτονται και το μεν εσωτερικό χρησιμοποιείται για διάλυση ιχθυόκολλας με ισχυρή θέρμανση τού νερού που υπάρχει μεταξύ τών δύο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κολλητήρι + κατάλ … Dictionary of Greek
Μίμαρος — (Πάτρα 1859 – Αθήνα 1912). Ψευδώνυμο του καραγκιοζοπαίχτη Δημήτρη Σαρντούνη. Έμαθε τη τέχνη του καραγκιοζοπαίχτη από άλλους παλαιότερους και προσθέτοντας διάφορα στοιχεία δικής του έμπνευσης, αναδείχτηκε σε αναμορφωτή του ελληνικού θεάτρου σκιών … Dictionary of Greek
κόλληση — η 1. κόλλημα, συγκόλληση: Το σπασμένο χερούλι της κατσαρόλας θέλει κόλληση. 2. κολλητήρι, η ύλη που χρησιμοποιείται για συγκόλληση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)